- καθαρτήρας
- οόργανο καθαρισμού: Οι στρατιώτες καθαρίζουν την κάννη του όπλου με ειδικό καθαρτήρα, που τον ονομάζουν σκοινοκαθαριστήρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθαρτήρας — ο (Α καθαρτήρ) [καθαίρω] νεοελλ. όργανο για καθαρισμό, κυρίως ο σχοινοκαθαριστήρας στην άκρη τού οποίου είναι προσδεδεμένο στουπί για τον καθαρισμό τής κάννης τών όπλων αρχ. αυτός που εξαγνίζει, καθαρτής … Dictionary of Greek
καθαρτῆρας — καθαρτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαλοκαθαρτήρας — ο, Ν εργαλείο ειδικό για τον εσωτερικό καθαρισμό τών φιαλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + καθαρτήρας «όργανο για καθαρισμό»] … Dictionary of Greek